- τηλέτυπο(ν)
- το телетайп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τηλέτυπο — Συσκευή για τη μεταβίβαση και λήψη μηνυμάτων με όχι κωδικοποιημένη γραφή. Οι πρώτες συσκευές τ. που επέτρεψαν την ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων υπήρξαν οι λεγόμενοι τυπωτικοί τηλέγραφοι (1855). Το τ. βασίζεται στον πλήρη συγχρονισμό των κινήσεων… … Dictionary of Greek
τηλέτυπο — το τηλεγραφική συσκευή με πλήκτρα που εκτυπώνει αυτόματα το κείμενο του τηλεγραφήματος στο σταθμό λήψης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέλεξ — (telex). Ορθότερη γραφή: τήλεξ. Κλάδος της τηλεγραφικής επικοινωνίας από το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο (ενσύρματο ή ασύρματο). Τα κείμενα μηνύματα στέλνονται με το τηλέτυπο (δακτυλογραφημένα) και επίσης παίρνονται από τον συνδρομητή παραλήπτη με… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλετυπία — η, Ν τηλεπ. σύστημα ασύγχρονης τηλεγραφίας μέσω εκτυπωτικής τηλεγραφικής συσκευής, η οποία περιλαμβάνει, κυρίως, αλφαριθμητικό πληκτρολόγιο, πομπό ηλεκτρικών σημάτων διεγειρόμενων από τα πλήκτρα τού πληκτρολογίου, αποκωδικοποιητή τών λαμβανόμενων … Dictionary of Greek
τηλετύπημα — το, Ν τηλεπ. το τέλεξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέτυπο μέσω ενός ρ. *τηλετυπώ] … Dictionary of Greek